Η ανάγκη αλλαγής πλεύσης της ανθρωπότητας είναι προφανής, ιδιαίτερα ως προς τον τρόπο παραγωγής της χρήσιμης για την διαβίωση και την ανέλιξή μας ενέργειας, αφού τα ορυκτά καύσιμα έχουν οδηγήσει την εξελικτική μας πορεία σε λανθασμένο δρόμο.
Η θεωρητική θεμελίωση του προτεινόμενου από την ομάδα μας «αντιδραστήρα ψυχρής καύσης», που παρουσιάσθηκε ήδη ως πρακτική εφαρμογή και τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα του κατεστημένου της παραγωγής ενέργειας, είναι το ίδιο απαραίτητη, έτσι ώστε να διευκρινισθούν οι θεωρητικές λεπτομέρειες και να αρθούν ή έστω να «παρακαμφθούν» οι έωλες αντιρρήσεις των οπαδών της καθεστηκυίας τάξης.
Παρουσιάζουμε λοιπόν σήμερα την θεωρητική προσέγγιση της καινοτομίας και πιστεύουμε ότι με τον τρόπο αυτό λύνονται καθαρά οι απορίες για τους περιορισμούς που επιβάλλονται από το θεώρημα Carnot του 2ου νόμου της θερμοδυναμικής.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ αξίζει σε όλες τις φίλες και όλους τους φίλους που στήριξαν με αυταπάρνηση όλο αυτό τον καιρό τις προσπάθειες της ερευνητικής ομάδας μας. Σε αυτούς αφιερώνουμε και την θεωρητική ανάλυση που αναρτούμε σήμερα εδώ.
Εκ μέρους της ερευνητικής ομάδας
Πέτρος Ζωγράφος
Πέτρος Ζωγράφος
Η παράκαμψη της περιοριστικής διάταξης Carnot του 2ου νόμου της θερμοδυναμικής
Ο λόγος που με ώθησε να πραγματοποιήσω αυτή την ανάλυση είναι η βαθμιαία αλλά σταθερή ανοδική πορεία του ανορθόδοξου τρόπου, που έχει επιλεχθεί και καθιερωθεί για τη μετατροπή της χημικής ενέργειας των καυσίμων σε ηλεκτρική ενέργεια.
Φαίνεται πλέον ξεκάθαρα, ότι ο πλανήτης μας ρυπαίνεται με γεωμετρική πρόοδο και αυτή η ρύπανση οφείλεται κυρίως σε ανθρωπογενή αίτια. Η συνεχώς αυξανόμενη κακή χρήση των υδρογονανθράκων (φυσικού αερίου, πετρελαίου και υποκατάστατων, όπως βενζίνης κλπ.) ως καύσιμης ύλης έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο και είναι συντελεί στην διαρκή υποβάθμιση του γήινου περιβάλλοντος.
Η χρήση της καύσης του άνθρακα και ειδικά των υδρογονανθράκων με την εδώ και περίπου 150 χρόνια εφαρμοζόμενη μέθοδο μετατροπής τους (χημική – θερμική) σε ηλεκτρική, κινητική κλπ. ενέργεια, μας προσφέρει έναν πολύ μικρό βαθμό απόδοσης. Τούτο οφείλεται στο γεγονός, ότι κάθε θερμική μηχανή έχει απώλειες ενέργειας, που αποβάλλονται υπό μορφή θερμότητας, με συνέπεια η ωφέλιμη ενέργεια της θερμικής μηχανής να είναι κατά πολύ μικρότερη από την αρχική ενέργεια που της δόθηκε.
Εν κατακλείδι, ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής υποδηλώνει, ότι σε κάθε θερμικό σύστημα υπάρχει πολύ μεγάλη απώλεια ενέργειας.
O Nicolas Leonard Sadi Carnot διατύπωσε το 1824 τις πρώτες θεωρίες για την μέγιστη απόδοση των θερμικών μηχανών, που έθεσαν τις βάσεις και αργότερα χρησιμοποιήθηκαν από τον Rudolf Clausius αλλά και από τον Λόρδο Kelvin για την ποσοτικοποίηση και οριστικοποίηση του 2ου νόμου της θερμοδυναμικής και τον καθορισμό της έννοιας της εντροπίας. Για τον λόγο αυτό ο Sadi Carnot αναφέρεται συχνά ως «πατέρας της θερμοδυναμικής».
Το θεώρημα Carnot που προτάθηκε το 1824 και ονομάζεται κανόνας του Carnot και καθορίζει τα όρια της μέγιστης απόδοσης των θερμικών μηχανών, αφού σύμφωνα με αυτό η απόδοση μιας θερμικής, μηχανής εξαρτάται αποκλειστικά από