Το ενεργειακό πρόβλημα τίθεται, σχεδόν πάντα, σαν πρόβλημα ανεύρεσης των περιβαλλοντικά λιγότερο ζημιογόνων τεχνικών ικανοποίησης της παγκόσμιας ζήτησης ενέργειας, θεωρώντας όμως το ύψος της συνεχώς αυξανόμενης ζήτησης σαν ανεξάρτητης μεταβλητής ικανοποιήσιμης με κάθε τρόπο. Αυτό ισοδυναμεί με την επικύρωση της ταύτισης του μοντέλου διαβίωσης με εκείνο του βιομηχανικού πολιτισμού, θεωρούμενο a priori σαν το αδιαμφισβήτητα επιθυμούμενο.Θα αρκούσαν μερικές ποσοτικές εκτιμήσεις για να πείσουν ότι, καταυτό τον τρόπο, η αντιμετώπιση του προβλήματος αποδεικνύεται από προβληματική έως αδύνατη μέσα σε λίγες δεκαετίες. Ακόμη και αν θα ήταν δυνατή η παραγωγή παρόμοιων, συνεχώς αυξανόμενων, ποσοτήτων ενέργειας η φύση της όλης διαδικασίας αρκεί για να επιφέρει καταστροφικές συνέπειες για τον πλανήτη έτσι ώστε να οδηγήσει στο τελικό της πάγωμα.
Ας κάνουμε ένα παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι βιομηχανική παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας αυξάνονται εκθετικά διπλασιαζόμενες ανά 20ετία. Ας υποθέσουμε πάλι ότι, σε κάποια στιγμή, επιτυγχάνεται η μείωση της απαιτούμενης ενέργειας ανά μονάδα προϊόντος κατά 50%. Σε αυτή την περίπτωση η παραγωγή και η κατανάλωση ενέργειας θα παραμείνει η ίδια για μία 20ετία ενώ η παραγωγή και κατανάλωση προϊόντος θα διπλασιαστεί, με αποτέλεσμα την τελική επανάκαμψη της αύξησης της απαιτούμενης ενέργειας, με την αυτή τάση αλλά με μία διαφορετική σχέση ως προς το παραγόμενο προϊόν.
Η λύση του «ενεργειακού προβλήματος» δεν συνίσταται στην ανεύρεση περιβαλλοντικά καταλληλότερων πηγών για την ικανοποίηση των διαρκώς διογκούμενων αναγκών που επιβάλλει το ισχύον βιομηχανικό μοντέλο αλλά στην δραστική του μεταρρύθμιση. Το «ενεργειακό» αποτελεί μια από τις σοβαρότερες εκφάνσεις της αδυναμίας διάρκειας του σε συνεχή «ανάπτυξη» και ανάγει τα πραγματικά αίτια της οικολογικής κρίσης, ή του «οικολογικού προβλήματος», στην σφαίρα του ισχύοντος πολιτιστικού παραδείγματος, στην διαρκή αύξηση της κατανάλωσης, ή στην διατήρηση του ισχύοντος μοντέλου διαβίωσης, παραγωγής και κατανάλωσης ή, καλύτερα, στο ταμπού της συνεχούς «ανάπτυξης». Δίχως την ανατροπή του κερδίζεται μόνο χρόνος, σίγουρα χρήσιμος στα πλαίσια της διαδικασίας υπέρβασης του. Τα διάφορα πρωτόκολλα - Κιότο, Ρίο κλπ. - μολονότι εμπνεόμενα από τις καλύτερες προθέσεις, δεν θα κατορθώσουν ποτέ να βρουν την καλύτερη δυνατή εφαρμογή. Εάν δεν ανατραπεί το παράδειγμα της «ανάπτυξης» η μείωση των εκπομπών των αερίων θερμοκηπίου θα αφήσει σίγουρα την θέση της στην πρόκληση ρύπων άλλων τύπων[1]. Δεδομένου δε ότι καμία κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να κινηθεί άμεσα σε αυτήν την κατεύθυνση, η πλήρης υλοποίηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τα πρωτόκολλα και τις διεθνείς συμφωνίες μάλλον θα παραμείνει θέμα ενός αέναου, διαχρονικού, προβληματισμού. (Στοιχεία από: Περ. «Dirigentindustria», Μιλάνο, Σεπτέμβριος 2000)
-------------------------------------------
[1]. Ο οποιοσδήποτε τρόπος παραγωγής ενέργειας, εκτός των ανανεώσιμων, συνεπάγεται την παραγωγή και την συσσώρευση απόβλητων, κάποιου τύπου και σε κάποιο μέρος. Αλλά και οι ανανεώσιμες πηγές δεν συγκροτούν «κλειστό κύκλωμα» αφενός γιατί δεν ανακυκλώνονται όλα τα στοιχεία που συνδράμουν στην κατασκευή των εγκαταστάσεων τους και αφετέρου γιατί είναι πρακτικά αδύνατη η πλήρης ανακύκλωση λόγω της αρχής της εντροπίας της ύλης. Σε κάθε περίπτωση, παραμένει ακόμη αναπάντητο το εξής ερώτημα: γιατί όλη αυτή η ζήτηση ενέργειας; Για την τροφοδοσία άλλων τύπων κατανάλωσης; Για την κατασκευή άλλων τύπων εγκαταστάσεων; Για την κατασκευή δρόμων, βιομηχανικών εγκαταστάσεων, ή πόλεων, στην θέση δασών, αγρών, ή υδροβιότοπων; Με λίγα λόγια για την δημιουργία ζήτησης ολοένα περισσότερης ενέργειας;