Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να παραπέμψει την ΕΛΛΑΔΑ στο Δικαστήριο της ΕΕ για τον μη υπολογισμό των βέλτιστων από πλευράς κόστους επιπέδων όσον αφορά τις ελάχιστες απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων.
Σύμφωνα με την οδηγία για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων (Οδηγία 2010/31/EΕ), τα κράτη μέλη υποχρεούνται να καθορίσουν ελάχιστες απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων, με στόχο να επιτευχθεί ο βέλτιστος συνδυασμός μεταξύ επενδύσεων και εξοικονόμησης, γνωστός και ως «βέλτιστα από πλευράς κόστους επίπεδα». Ο υπολογισμός των βέλτιστων από πλευράς κόστους επιπέδων είναι καίριας σημασίας ώστε τα κράτη μέλη να αξιοποιούν πλήρως το δυναμικό ενεργειακής απόδοσης και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας του εθνικού κτιριακού αποθέματος και να αποφεύγονται οι μεγαλύτερες του αναγκαίου δαπάνες εκ μέρους των πολιτών για βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κατοικιών και των γραφείων τους. Η έλλειψη τέτοιου είδους υπολογισμών αναμένεται επίσης ότι θα επηρεάσει την ικανότητα των μεμονωμένων ιδιοκτητών και ενοικιαστών να λαμβάνουν τις ορθές αποφάσεις για νέες κατασκευές ή ανακαινίσεις.
Έπειτα από ορισμένες ανεπίσημες συζητήσεις, στις 11 Ιουλίου 2014 η Επιτροπή υπενθύμισε επίσημα στην Ελλάδα την υποχρέωσή της να προβεί στους απαραίτητους υπολογισμούς και να υποβάλει έκθεση στην Επιτροπή. Αφού δεν το έπραξε, η Ελλάδα έλαβε αιτιολογημένη γνώμη στις 27 Νοεμβρίου 2014. Μέχρι σήμερα, η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος μέλος που δεν έχει πραγματοποιήσει τους υπολογισμούς βέλτιστου κόστους και δεν έχει διαβιβάσει έκθεση στην Επιτροπή. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αποφάσισε να παραπέμψει την Ελλάδα στο Δικαστήριο της ΕΕ.
Ιστορικό του φακέλου
Η οδηγία για τα κτίρια, καθώς και ο κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός και το έγγραφο καθοδήγησης που τη συνοδεύουν θεσπίζουν μηχανισμό συγκριτικής αξιολόγησης για τον υπολογισμό των βέλτιστων από πλευράς κόστους επιπέδων όσον αφορά τις ελάχιστες απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης των νέων και παλαιών κτιρίων, τόσο οικιστικής χρήσης (μονοκατοικιών και διαμερισμάτων) όσο και μη οικιστικής χρήσης (γραφείων, σχολικών κτιρίων, νοσοκομείων κ.λπ.). Ο μηχανισμός συγκριτικής αξιολόγησης έχει θεσπισθεί με μεθοδολογικό πλαίσιο που επιτρέπει τη σύγκριση των μέτρων ενεργειακής απόδοσης, των μέτρων που ενσωματώνουν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και διάφορους συνδυασμούς αυτών των μέτρων (σε δέσμες και παραλλαγές), με βάση την απόδοση πρωτογενούς ενέργειας (σε kWh/m²) και το κόστος (δηλ. το άθροισμα των δαπανών για επενδύσεις σε μέτρα για την ενέργεια, το κόστος συντήρησης και λειτουργίας, το ενεργειακό κόστος, το κέρδος από την παραγόμενη ενέργεια, κ.λπ.), λαμβανομένης υπόψη της εκτιμώμενης διάρκειας ζωής των κτιρίων (π.χ. 30 έτη για τα κτίρια οικιστικής χρήσης).
Η χρήση του συγκριτικού μεθοδολογικού πλαισίου του βέλτιστου από πλευράς κόστους έχει ως στόχο να εξασφαλιστεί ότι το επίπεδο φιλοδοξίας των κρατών μελών είναι παραπλήσιο όσον αφορά τον καθορισμό ελάχιστων απαιτήσεων απόδοσης για τα νέα και τα υφιστάμενα κτίρια και τα δομικά στοιχεία (π.χ. τοίχους, στέγη, παράθυρα κ.λπ.), καθώς και την τακτική αναθεώρηση της απόδοσης, λαμβανομένων υπόψη των εξελίξεων της αγοράς και των τεχνικών εξελίξεων. Επιπλέον, το πλαίσιο αυτό επιτρέπει τον καθορισμό των επιπέδων απόδοσης των κτιρίων και των δομικών στοιχείων που είναι οικονομικά αποδοτικά για τους επενδυτές, τους φορείς εκμετάλλευσης και τους ιδιοκτήτες.